- παραχειμασία
- 3915 παραχειμασία{сущ., 1}зимовка (Деян. 27:12).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
παραχειμασίᾳ — παραχειμασίαι , παραχειμασία wintering in fem nom/voc pl παραχειμασίᾱͅ , παραχειμασία wintering in fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασία — ἡ, ΜΑ η διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
παραχειμασίας — παραχειμασίᾱς , παραχειμασία wintering in fem acc pl παραχειμασίᾱς , παραχειμασία wintering in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίαν — παραχειμασίᾱν , παραχειμασία wintering in fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίαις — παραχειμασία wintering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)